Σικελία – γύρος της ιταλικης μεγαλονήσου 2023

Την δεκαετία του ’90 λίγα χρόνια πριν το ενοποιημένο ευρωπαϊκό διαβατήριο και τις πτήσεις χαμηλού κόστους, θυμάμαι την Ιταλία να αποτελεί αδιαμφισβήτητα τον προορισμό που γοήτευε περισσότερο τους Έλληνες. Τα ψυχαγωγικά μας σόου ( Ciao Ant1, Bravo κλπ) αντεγράφαν εξώφθαλμα τα δικά τους, το Ραντεβού Στα Τυφλά έστελνε ζευγάρια επίδοξων ταξιδιωτών που έπρεπε να ανεχτούν για τα μάτια του κόσμου ο ένας τον άλλον «στη Ρωωωωώμμηηηη!» όπως αναφωνούσε σαν σε οργασμό η Βάσια Τριφύλλή και μάλλον μπανάλ τραγουδιστές όπως ο Eros Ramazzoti σκίζανε στα ερτζιανά. Όποιος ή όποια τουρίστρια από την γέιτονα πατούσε το πόδι τους στη χώρα μας, με το που άνοιγε το στόμα του κέρδιζε αυτόματα την προσοχή και περιέργια των γύρων του απλά και μόνο χάρη στην αύρα που κουβαλούσε η καταγωγή του.

Με το πέρασμα του χρόνου, οι Έλληνες άρχισαν και αυτοί να εξερευνούν περισσότερο τον κόσμο, να παραθερίζουν στο εξωτερικό σε μεγαλύτερους αριθμούς και να σχετικοποιούν πράγματα και καταστάσεις. Η ασυνάρτητη πολιτική της Ιταλίας σταδιακά κάπως της αφαίρεσε λίγη από αυτή την λάμψη που την περιέβαλλε. Η ανοργανωσιά αεροδρομίων όπως το Fiumicino της Ρώμης αλλά και της απαράδεκτης αεροπορικής alitalia είναι θρυλικά σε όποιον/α είχε την ατυχία να την υποστεί. Τίποτα πάντως δεν μπορεί να μειώσει την γοητεία της χώρας ως τουριστικό προορισμό ακόμα και αν ο ρόλος της στα παγκόσμια πράγματα έχει ξεθωριάσει.

Επρόκειτο για το έθνος που συνεχίζει να αποτελεί την προσωποποίηση αυτό που στην Ελλάδα πολιτισμικά τουλάχιστον ( αρχιτεκτονικά, καλλιτεχνικά κλπ ) εννοούμε όταν αναφωνούμε «Ευρώπη». Το μεγαλύτερο και νοτιότερο νησί της, η Σικελία έχει την δική του αμφιλεγόμενη θέση στην Ευρωπαϊκή ιστορία και πραγματικότητα. Διαθέτει περισσότερη δηλητηριώδη ομορφιά από όση πχ διαθέτει η Μαγιόρκα ή η Κύπρος και σε τελική ανάλυση πιο έντονη προσωπικότητα από τα προαναφερόμενα αλλά και άλλα νησιωτικά θέρετρα της Μεσογείου.

Ταξιδέψαμε λοιπόν στην Σικελία τον Αύγουστο του 2023, σε μία πήχτρα πτήση της Aegean από την Αθήνα στην Κατάνια. Το αεροσκάφος μας γεμμάτο με Ιταλούς τουρίστες που επιστρέφουν αλλά και εξίσου πολλούς Έλληνες οι οποίοι πήγαιναν. Από τα συμφραζόμενα καταλαβαίνουμε ότι πολλοί από τους συνεπιβάτες μας είναι συμμετάσχοντες σε οργανωμένη εκδρομή κάποιου ταξιδιωτικού γραφειου.

Προσγειωνόμαστε στο Vicenzo Bellini Catania airport, ένα κτίριο μουντό και ξεπερασμένο με τρία διαφορετικά terminal: το πρώτο κλειστό σε αναμονή προς κατεδάφιση (ή ανακαίνιση, δεν είμαι σίγουρος), το δεύτερο μινιόν μάλλον για κοντινές πτήσεις στη Μάλτα και στο νότιο τμήμα της χώρας και το τρίτο σχετικά καινούργιο μα αισθητικά άχαρο. Νοικιάζουμε αμάξι και ξεκινάμε τον γύρο του νησιού κινούμενοι νοτιοδυτικά.

Πρώτη μας στάση οι Συρακούσες, μία πόλη κόσμημα και ίσως και το highlight όλου του ταξιδιού. Το ιστορικό κέντρο της, η Ortigia καταπλήσει με την ομορφιά της τους ανθρώπους που σουλατσάρουν στα γραφικά στενά της. Πρόκειται για έναν αυτοτελή οικισμό, διατηρητέο στην ολότητα του και αποτελούμενο από ιστορικά κτίρια, πλακόστρωτα δρομάκια αλλά και μεγαλειώδη διοικητικά κτίρια, εκκλησίες και πλατείες. Οι περιορισμοί εισόδου στους οδηγούς βοηθούνε στην διατήρηση μίας κάποιας ηρεμίας τουλάχιστον τις πρώτες πρωινές ώρες. Υπάρχει και ένα μικρό κομμάτι ακτής που περισσότερο λειτουργεί ως δικαιολογία για μία γρήγορη βουτιά εν μέσω καύσωνα παρά ως οργανωμένη πλαζ.

Ίσως το πιο ενδιαφέρον σημείο της να είναι η λαϊκη της αγορά της όπου βλέπει κανείς τους ηλικιωμένους πωλιτές να εμπορεύονται φρούτα, οπωροκηπευτικά, ψάρια, κρέας και κάθε είδους τυριά και αλλαντικά όχι πια μόνο σε συντοπίτες τους που ψωνίζουν για το μεσημεριανό τραπέζι αλλά κυρίως σε θαμπωμένους τουρίστες που φωτογραφίζουν το κάθε τι πριν το αγοράσουν και καταναλώσουν. Ζώντας στην Αγγλία εδώ και οκτώ χρόνια, ένιωσα ιδιαίτερα αδικημένος που η πρόσβαση μου εκεί σε οτιδήποτε φρέσκο είναι τόσο περιορισμένη και υπερκοστολογημένη.

Πέραν αυτού καταφέραμε και διαφύγαμε ένα απόγευμα σε μία κοντινή παραλία και συγκεκριμένα στην Spiaggia dell’Arenella, λίγα χιλιόμετρα νότια του airbnb μας που λόγω ακρίβειας διαλέξαμε να είναι εκτός του ιστού της πόλης. Ήταν ένας συμπαθητικός αιγιαλός με δροσερά υπόγεια ρεύματα και αναμενόμενα πολυσύχναστος (παρότι καθημερινή), φαντάζομαι λόγω του καύσωνα που βίωνε όλη η Μεσόγειος το περασμένο καλοκαίρι. Ελάχιστοι πάντως αυτοί που επιλέξανε τις ξαπλώστρες για ενοικίαση που φανερώνει ότι οι λουόμενοι είναι στη συντριπτική τους πλειοψηφία ντόπιοι που δεν δέχονται να υποβάλλονται σε τέτοια έξοδα σε επαναλαμβανόμενη βάση απλά και μόνο για να κάνουν τα μπάνια τους. Ένα κίνημα της πετσέτας θα ήταν προφανώς καλοδεχούμενο και εδώ.

Μετά από δύο μέρες στη Συρακούσα συνεχίζουμε προς τα νότια και επισκεπτόμαστε διαδοχικά τα Noto, Modica και Ragussa, διανυκτερεύοντας στην τελευταία. Μικρές σε μέγεθος πόλεις μα ιστορικά διαμάντια και οι τρεις με έντονη μπαρόκ αρχιτεκτονική. Περνάμε μόλις λίγες ώρες στο Noto για έναν εκτεταμένο περίπατο. Στην πόλη φάινεται να διοργανώνονται πολλές εκδηλώσεις, συναυλίες και καλοκαιρινά φεστιβάλ κρίνοντας από τις αφίσες που κολλημένες παντου τα διαφημίζουν.

Παρόμοιας καλαισθησίας η βόλτα μας και στη Modica, έναν τόπο ιδιαίτερα φημισμένο για την σοκολάτα του αλλά εμείς εδώ πρωτοδοκιμάσαμε μία άλλη ιταλική σπεσιαλιτέ, το περίφημο canoli. Πρόκειται για ιταλικό γλυκό που αποτελείται ένα περίβλημα από τηγανητή ζύμη σε σωληνοειδές σχήμα με διάφορες γεμίσεις με βάση το τυρί ρικότα. Σκουπίζω το συννεφάκι ζάχαρης από πάνω του και δοκιμάζω κάτι που έχει γεύση παραδόξως δροσερή και ελαφριά. Οι φλούδες πορτοκάλι που πρόσθεσε το συγκεκριμένο μαγαζί έδωσαν το κάτι παραπάνω σε διακριτικό γευστικό τόνο. Δεν σταθήκαμε τόσο εντυπωσιασμένοι με έναν άλλο σικελιανό μεζέ, το Arancini (τηγανητοί ριζοκεφτέδες με ποικίλη γέμιση) που είχαμε δοκιμάσει στη Συρακούσα μία μέρα πριν, για πρώτη και τελευταία φορά.

Καταλήγουμε στην Ragussa που ήταν ίσως η πιο ρομαντική εκ των τριών ειδυλιακών αυτών προορισμών.

Γενικά δεν είναι και δύσκολο να παραδωθείς στην χάρη τέτοιων πόλεων. Πάμπολα τα ιστορικά κτίσματα παντού όπως και οι περιποιημένες βίλες με πέργκολες, γείσα και μεγάλα κεραμίδια σε αποχρώσεις του κοκκινου και γκρίζου. Πέραν από την αρχιτεκτονική, βοηθά και το μεσογειακό περιβάλλον με λόφους κατάφυτους με αγριελιές και κυπαρίσσια. Το σούρουπο μοιάζει η πιο ονειρική στιγμή της ημέρας και εμάς μας βρίσκει σε ένα πάρκο στη Ragussa, το Giardini Iblei.

Το πάρκο αυτό καθ’ αυτό είναι μικρό σε μέγεθος με πολλά αγάλματα, περιποιημένα παρτέρια με λουλούδια και αναρριχητικά φυτά. Οικογένειες ιταλών με μικρά παιδιά πραγματοποιούνε αργούς περιπάτους γύρω μας χαζεύοντας γαλήνιες θέες στους γύρω λόφους και η φωναχτή μελωδική τους γλώσσα των αντηχεί στην ατμόσφαιρα.

Παρατηρώ ότι στην πλειοψηφία τους οι επισκέπτες ήταν και εδώ ντόπιοι και αυτό προσδίδει μία γνησιότητα στην εμπειρία, ίσως επειδή οι άνθρωποι βρίσκονται ήδη στο φυσικό τους περιβάλλον και είναι πιο ήρεμοι από όσο πιθανότατα θα λειτουργούσαν οι υπερενθουσιασμένοι ξένοι επισκέπτες .

Το επόμενο πρωί αναχωρούμε από την Ragussa και μετά από αρκετές ώρες οδήγησης φτάνουμε στο Agrigento στο δυτικό τμήμα του νησιού. Πόλος έλξης για τους επισκέπτες χάρη στη «κοιλάδα των ναών«, ένα τεράστιο αρχαιολογικό πάρκο νότια της πόλης. Εκεί βρίσκονται τμήματα εφτά ναών δωρικού ρυθμού διασκορπισμένα σε κοντινή απόσταση μεταξύ τους.

Η παντελής απουσία οργάνωσης πάντως στο περίφημο «Valley of the temples» αποθαρρύνει, εκνευρίζει και αποτελεί μία κάκιστη αρχή στην ξενάγηση μας εκεί. Κλείνουμε εισιτήρια online και βρίσκουμε εν τέλει μία θέση στο προχειροφτιαγμένο και μη ασφαλτοδρομένο πάρκινγκ δίπλα από τον αρχαιολογικό χώρο. Προ της κύριας πύλης εισόδου συμβαίνει το αδιαχώρητο. Υπάρχει μόνον μία ουρά που μετά τον πρώτο έλεγχο αποσκευών χωρίζεται σε δύο ( για κατόχους και μη online εισιτηρίων) για να …ξαναγίνει εν τέλει μία για όλους πριν την δεύτερη τελική πύλη. Εκεί οι υπάλληλοι χωρίς πολλές γνώσεις ξένων γλωσσών και μάλλον αδιάφοροι στο δράμα των τουριστών κάθε άλλο παρά βοηθούνε την κατάσταση. Εντός του αρχαιολογικού χώρου υπάρχει έντονος συνωστισμός. Η λύση σε αυτο το πρόβλημα θα ήταν περιορισμένος αριθμός εισητηρίων ανά ώρα μετά από κράτηση. Αυτό φαντάζομαι θα εδραιωθεί στο κοντινό μέλλον και εδώ όπως και στα περισσότερα μνημεία υψηλού ενδιαφέροντος ανα το κόσμο ( βλέπε Παρθενώνας ). Η επιλογή της ώρας της επίσκεψης σας έχει και αυτή τη βαρύτητα της. Καλύτερα να πάτε με τη δύση του ήλιου όπου θα επικρατεί λιγότερη ζέστη και θα χρωματίσουν το τοπιο οι όμορφες ροζ αποχρώσεις του ουρανόυ.

Σε αντίθεση με τον αρχαιολογικό χόρο, η ίδια η καινούργια πόλη μοιάζει σχεδόν δυστοπική. Φρικτές οικοδομές και πολλά μα πάρα πολλά σκουπίδια παντού, ιδιαίτερα στους αυτοκινητόδρομους και τις γέφυρες στην είσοδο και έξοδο της. Φωτεινή εξαίρεση μία πολύ περιορισμένη περιοχή στο κέντρο οπου ένας πεζόδρομος συνδέει δύο τρία μικρά πάρκα και πλατείες. Εκεί οικογένειες ντόπιων βγαίνουν για τη βραδινή βόλτα τους ή γεμμίζουν τα υπαίθρια παγωτατζίδικα και καφετέριες. Για μία πόλη τόσο στρατηγικά τοποθετημένη σε ένα λόφο που βλέπει σε θάλασσα, καταπράσινους ορεινούς όγκους και μνημεία ιστορικής κληρονομιάς, σοκάρει η αμέλεια που επιδείχθηκε κατά τον σχεδιασμό της με ολα αυτά τα θεωρητικά προτερήματα της να πηγαίνουν εντελώς στράφη.

Επόμενος σταθμός μας το San Vito de lo Capo: Ένας τεράστιος βράχος δεσπόζει σε μία αμμουδερή και (κουράστηκα να το λέω) παραγεμμάτη από λουόμενους παραλία. Η πόλη, ρημοτομημένη σαν την μονοπολη, μοιάζει να χτίστηκε χθές καθαρά και μόνο για τουριστικούς σκοπούς.

Μία δεύτερη ακτή με βότσαλα σε κοντινή απόσταση ( η Spiaggia di Macari) αποδεικνύεται πολύ πιο ευχάριστη λόγω του πολύ καθαρού βυθού της όπου κολυμπούσαν ανέμελα ( θέλω να πιστεύω) πολλά και διάφορα ψαρια

Αποφέυγουμε να δειπνήσουμε στα διεθνούς ύφους εστιατόρια («english breakfast!»,»sushi!!» κλπ κλπ) του San Vito De Lο Capo και επίλεγουμε ένα «αγροτουριστικό» εστιατόριο, λίγα χιλιόμετρα από το ξενοδοχείο μας το οποίο βρίσκεται σε μία κάποια σεβαστή απόσταση από το τουριστικό θέρετρο. Το ονομα του ήταν agroturismo la valle dei tramonti.

Το γεύμα μας ήταν αξιοπρεπέστατο αν και όχι τίποτα το ιδιαίτερο. Περισσότερο με ευχαρίστησε η όλη ατμόσφαιρα του μαγαζιού που ήταν σαν να γύρισε ο χρόνος πίσω και ήμουνα ξαφνικά ξανά ανήλικο στη πλατεία του χωριού μου στα δυτικά Γρεβενά τον Δεκαπεντάυγουστο σε έξοδο με τους γονείς μου για φαγητό. Κατσίκες, πάπιες και άλλα ζωντανά αλωνίζανε για ώρα την αυλή πριν τελικά τα απομακρύνουν οι σερβιτόροι μόλις αρχίσανε να καταφτάνουνε οι πελάτες.

Πριν συνεχίσουμε για το Παλέρμο κάνουμε ένα πέρασμα από το Scopelo στο Trapani, ένα χωριό που εν τέλει ελάχιστοι επισκέπτονται επειδή οι πάντες εστιάζουν όχι στον οικισμό αλλά στην La Tonnara di Scopelo, μία παλιά μονάδα επεξεργασίας τόνου του 13ου αιώνα όπου έχει πλεόν μετατραπεί σε ιδιωτική πλαζ.

Να πω εδώ ότι η κράτηση είναι απαραίτητη. Εμείς δεν το γνωρίζαμε και δεν βρήκαμε διαθέσιμη ξαπλώστρα οπότε και πήγαμε σε διπλανή αποβάθρα .Υποτίθεται ότι κόβεις εισητήριο για να δεις το μισογκρεμισμένο κάστρο Torre Doria αλλά κανείς δεν πηγαίνει εκεί. Αντ αυτού οι πάντες στριμωχτήκαμε σε μία μικρή τσιμεντένα αποβάθρα και κολυμπήσαμε ως στην La Tonnara di Scopelo. Ωραία νερά και γαλήνια η θέα αν και η δυνατή μουσική από τις θαλαμηγούς που είχαν αγκυροβολήσει εκεί κοντά μας χάλασε την διάθεση και την όλη αρμονία της στιγμής.

Πολύ πιο συναρπαστικό αποδείχθηκε ένα εθνικό πάρκo λίγα χιλιόμετρα μακριά (reserve naturally orientetadelo zingaro) το οποίο συγκαταλέγονταν ως κάτι το δευτερεύον στις ιστοσελίδες στο δυαδίκτιο παρότι ήταν η πραγματική ανακάλυψη στην περιοχή. Δεν ήταν τόσο για τις συμπαθητικές πεζοπορίες που προσφέρει (τις οποίες είναι δύσκολο να φέρει κάποιος εις πέρας σε συνθήκες τέτοιας ζέστης) αλλά για την παραλία του με κρυστάλλινα νερά και άπειρα ψάρια που βρίσκεται εντός του (cala capreria). Δύσκολο να πει κανείς πάντως με σιγουριά αν ο βιότοπος θα διατηρηθεί και για τις επόμενες γενιές. Άπειροι είναι οι νεαροί ιταλοί εκεί που καταναλώνουν φαγητό, ποτά και καπνίζουν και εν τέλει τη ρυπαίνουν. Χαρακτηριστική η συμπεριφορά μίας κοπέλα είχε πάρει ένα ψωμάκι ελαιόψωμο ή τυρόψωμο δεν ξέρω τι ακριβώς και το θρυμμάτισε λίγο λίγο εντός του νερού για κανένα δεκάλεπτο προκειμένου να μαζευτούν ψάρια γύρω της και να την πάρει το αγόρι της φωτογραφίες με το κινητο. Όπως και με τις χελώνες στην Κεφαλλονιά, έτσι και εδώ θεωρώ ότι η χλωρίδα μπορεί και επιβιώνει της ανθρώπινης ηλιθιότητας μόνον χάρη στο γεγονός ότι το καλοκαίρι διαρκεί μόνον τρεις με τέσσερεις μήνες και τους υπόλοιπους εννέα τα ζωντανά αφήνονται στην ησυχία τους από τους κάθε λογής ματαιόδοξους.

Palermo: Η πρωτεύουσα του νησιού αποτελεί και έναν χαρακτηριστικό καθρέφτη των αντιθέσεων του: από την μία τα πολυάριθμα μνημεία παγκόσμειας κληρονομιάς της Unesco συγκεντρωμένα στο ιστορικό κέντρο (Θέατρο Μάσιμο Βιτόριο Εμανουέλε, Quattro Cuanti , ο καθεδρικός ναός της Ρωμαιο-Καθολικής Αρχιεπισκοπής του Παλέρμο) και από την άλλη τα υποβαθμισμένα προάστια της, τα πολλά σκουπίδια και οι έντονες μυρωδιές (όχι ευχάριστες) σε μεγάλο τμήμα της. Όμολογώ ότι πριν οργανώσουμε αυτές τις διακοπές ούτε γνώριζα που ακριβώς πέφτει αυτή η πόλη και η μόνη αναφορά που έιχα ήταν αυτο το «Πέφτει η Νύχτα Στο Παλέρμο», ένα whodunit παιχνίδι που παίζαμε οι παρέες σε ολιγοήμερες εκδρομές στο πανεπιστήμειο και που η έμπνευση πίσω από τον τίτλο φαντάζομαι να έχει να κάνει με την δράση εγκληματικων δράσεων εκεί κατά το παρελθόν.

Στις δύο μέρες που περάσαμε εκεί, πέραν του να πραγματοποιήσουμε περιπάτους σε κάθε γωνία των Vecchio Centro, Kalsa, Albergheria και Politeama-Liberta, αποφασίσαμε να συμπεριλάβουμε στο πρόγραμμα μας και το Palazzo Butera το οποίο άνοιξε τις πόρτες του για το κοινό μόλις τον Ιούνιο του 2018. Πρόκειτο για ένα πανέμορφο αριστοκρατικό κτίριο που βλέπει στο απωθητικό λιμάνι του Παλέρμου. Αν κατάλαβα καλά από όσα διάβασα στο δυαδίκτιο το εγχείρημα αποτελεί προσωπικό στοίχημα ενός ζευγαριου ιταλών ιδιωτών, της Francesca και του Massimo Valsechi οι οποίοι αφήσανε το διαμέρισμά τους στο μονίμως υπερτιμημένο Λονδίνο για να ανακαινίσουν το μπαρόκ οικοδόμημα και να αναπλάσουν τους εξωτερικούς χώρους. Πλέον εχει αναδειχθέι σε ένα από τα πιο γνωστά μουσεία της πόλης και φιλοξενεί ένα μίγμα μοντέρνας και κλασικής τέχνης αν και η περιήγηση στα δωμάτια και τους κήπους του αξίζει από μόνη της ως αυτόνομη εμπειρία.

Palazzo Butera

Όντας φανατικός ψαροφάγος, ήθελα να ανακαλύψω και κάποιο ιχθυοπωλείο που να πουλάει μα και να ψήνει την ψαριά του για τους θαμώνες του, όπως κάνουν και πολλά αντίστοιχα μαγαζιά στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια. Σε έναν πεζόδρομο δίπλα από την λαϊκή της παλιάς πόλης βρήκαμε ένα τέτοιο ψαράδικο όπου πήγαμε δύο φορές και γευματίσαμε. Πολύ καλομαγειρεμένο το φαγητό, κορυφαίες αυτές οι γεμίσεις με καβούρι και ψωμί και οι διάφορες σάλτσες ντομάτας που χρησιμοποιούσαν αν και θα ήθελα να αναφέρω ότι κανείς από τους άλλους πελάτες δεν είχε την αναμενόμενη υπομονή. Ηλικιωμένοι ιταλοί μου κάνανε νόημα να δούνε το χαρτάκι με το νούμερο της σειράς μου εξυπηρέτησης αλλά μόλις αυτή ερχόταν, αυτοί αρχίζανε να φωνάζουν στις μπερδεμένες κοπέλες που σερβίρανε τους πελάτες για να εξυπηρετηθούν οι ίδιοι πρώτοι.

Cefalu και Taormina: Άφησα για το τέλος τα δύο υποτιθέμενα αστέρια του τουρισμού της Σικελίας που δυστηχώς δεν αξίζαν κάτι περαιτέρω από μία διανυκτεύρευση το καθένα ( η Taormina ισως και καμία ) κυρίως λόγω του απόλυτου κορεσμού επισκεψιμότητας τους.

Cefalu : Η πόλη μοιάζει με μονοδιάστατο ντεκόρ για τουριστική κατανάλωση. Παρότι διαθέτει έναν ιστορικό καθεδρικό ναό και ένα κάστρο που δεσπόζει πάνω από την πανέμορφη παραλία της, παντού επικρατεί το αδιαχώρητο. Πρόκειται για ένα τοπίο που σαγηνεύει ίσως περισσότερο από κάθε άλλο στην Σικελία όταν το βλέπεις απεικονισμένο σε μία καρτ-ποστάλ ή μετά από μία αναζήτηση στο δυαδίκτιο μα απογοητεύει οικτρά όταν είσαι εκεί λόγω όλων των μιλουνιών από αμέτρητους τουρίστες και της κακοφωνίας και αγοραφοβίας που αυτά σου προκαλούν. Ο οικισμός αποτελει λοιπόν «θύμα» της ίδιας της τουριστικής της επιτυχίας και συγκαταλέγεται στους ολοένα και περισσότερους κατεστραμμένους από τον υπερτουρισμο «επίγειους παράδεισους» της Μεσογείου όπως η Μύκονος, η Σαντορίνη, το Ντουμπρόβνικ και η Βαρκελώνη.

Τaormina: Αυτή η δυναμική αποδεικνύεται ακόμα πιο προβληματική στην Taormina ίσως λόγω του μικρότερου μεγεθούς της ( ένας στενός πεζόδρομος όλος και όλος γεμμάτος με μαγαζιά με σουβενίρ και ένδυσης με ακριβές μάρκες). Οι πολυάριθμοι επισκέπτες έχουν απομυζήσει οποιαδήποτε μαγεία και προσωπικότητα που υπήρξε σε αυτές τις δύο πόλεις πριν από την άφιξή τους. Χαρακτηριστικά θυμάμαι το βραδάκι στην πλατεία Piazza IX Aprile με την πανοραμική θέα στα θάλασσα ότι έπρεπε να ψάξεις αρκετά για να βρεις κενό ανάμεσα στους τόσους ανθρώπους που είχαν στηθεί εκεί για να αγναντέψουν και φωτογραφηθούν, αν όχι να σπρώξεις και κανα δυο τους.

Οι άνθρωποι

Οπτικά τουλάχιστον, οι σικελοί είναι πιο κοντά στο μεσογειακό στερεότυπο του My Big Fat Greek Wedding από ότι συχνά εμείς οι έλληνες. Παρατηρεί κανείς πολυμελείς οικογένειες να βγαίνουν όλοι μαζί για γεύμα περισσότερο για να καθίσουν όλοι τους στο ίδιο τραπέζι παρά για το φαγητό. Ανθρώποι ζωντανοί και θορυβώδεις, ηλικωμένοι με ψαρά μαλλιά και γένια και τροφαντά σώματα, μικρά παιδιά που οι ενήλικες τα γιορτάζουν ως το απόλυτο έπαθλο της ζωής. Θυμάμαι φωτογραφίες με πατεράδες, παππούδες και εγγόνια να στολίζουν τοίχους σε εστιατόρια, ζαχαροπλαστεία και κάθε λογής μικρών επιχειρήσεων. Ειδικά η εικόνα των ανθρώπων της τρίτης ηλικίας συγγενεύει πολύ περισσότερο στους δικούς μας παππούδες από ότι στους βορειευρωπαίους συνομηλίκους τους- γήρας με τα όλα του με άλλα λόγια.

Ενδυματολογικά παρατήρησα ένα δίπολο που πιθανότατα να συνδέεται και με την κοινωνική τάξη και τα εισοδήματα. Σε μάλλον πιο εύπορες πόλεις όπως οι Συρακούσες, βλέπεις άνθρωπους πραγματικά στην πένα, να αποτελούν την ενσάρκωση της ιταλικής μόδας (λεπτές ή γυμνασμένες σιλουέτες, μανικιουρισμένα νύχια, προσεγμένα μακιγιάζ και κομμώσεις, επαγγελματικά ξυρίσματα, τέλειο μαύρισμα).

Από την άλλη υπάρχουν άτομα θα φλερτάρουν ανοιχτά με την κακογουστια με σώματα αφημένα, τάση για υπερβολή στο βάψιμο, στα χτενίσματα και στα κοσμήματα οι γυναίκες, στα δαχτυλίδια, σκουλαρίκια και στα εκτενή τατουάζ με την Παναγία ή τη φάτσα της κόρης/γυναίκας/γκόμενας τους οι άντρες.

Μία στις πόσες θα περπατήσει δίπλα σου μία περήφανη μελαχρινή ομορφιά εφάμιλλη των ιταλίδων σταρ του κλασσικού σινεμά. Γαρνιτούρα στην οπτικοακουστική εμπειρία η Σικελική διάλεκτος, πιο παχιά και τραχιά στο αυτί, είναι σαν κάποιος να μιλάει την ιταλική με το στόμα γεμμάτο (συγνώμη κιόλας).

Τέλος μία επιπλέον λεπτομέρεια που αξίζει να αναφέρω έιναι μία μεταβαλλόμενη δημογραφική σύνθεση αυτής της κοινωνίας. Πάμπολοι οι ασιάτες με μικρές επιχειρήσεις στη παλιά πόλη αλλά και πολλοί οι αφρικανοί μάγειρες σε πολλά εστιατόρια που πήγαμε. Μοιάζει να ζουν για την ώρα στο περιθώριο της κοινωνίας μα ήδη μέρος του εργατικού δυναμικού και ελπίζοντας σε περαιτέρω αποδοχή και ενσωμάτωση για τις μελλοντικές γενιές.

Ζέστη ζέστη μα πάρα πολύ ζέστη.

Μπορεί στο παρελθόν τα ζητήματα της οικολογίας να αντιμετωπίζονταν από την κοινή γνώμη ως κάτι το γραφικό ( ενδεικτικό το ύφος του κόμματος Οικολόγοι Πράσινοι του Βεργή στα 90s) μα αυτήν η νοοτροπία έχει ήδη αποδειχθεί πόσο απίστευτα επιζήμια υπήρξε. Οδηγώντας προς το Παλέρμο είναι αποκαρδιωτική η εικόνα των καμμένων έκτασεων έξω από τη πόλη και κυριολεκτικά μία ανάσα από το διεθνές αεροδρόμειο της. Το νησί ταλαιπωρήθηκε από πυρκαγιές εφάμιλου μεγέθους με την Ελλάδα και είναι να απορεί κανείς τι θα απομείνει στη Μεσόγειο αν αυτά τα φαινόμενα συνεχιστούν κάθε χρόνο με εκθετική αύξηση.

Το φαγητό

Αν υπάρχει ένας ακόμα επιπροσθετος λόγος που καθιστά την νήσο μοναδική αυτός είναι η κουζίνα της. Πέρα από τις πίτσες και τις μακαρονάδες που σερβίρονται έτσι όπως ακριβώς θα έπρεπε, υπάρχει μία σειρά από τοπικά εδέσματα, ξεχωριστά τυριά και αλάντικά μα και κρασιά και γλυκίσματα που απογειώνουν την Σικελία ως γαστρονομικό προορισμό. Μπορεί στην Ελλάδα να παινευόμαστε για την ελληνική κουζίνα αλλα εγώ δεν θυμάμαι να έχω καταφέρει, να πετύχω εστιατόριο ή ταβέρνα σε ελληνικό νησί (πλην ίσως της Κρήτης) όπου ο μάγειρας να κάνει τη δουλειά του με κάποιο μεράκι και νοστιμάδα και να μην προσφέρει απλά τους πέντε-δέκα τυπικούς ξαναζεσταμένους μεζέδες.

Gelato: Ποιά η διαφορά με το παγωτό; Φημισμένη ιταλική εμπειρία που έχει να κάνει με την παρασκευή αλλά και την ποικιλία γεύσεων. Πρόκειται για παγωτό που φτιάχνεται με παραδοσιακό ιταλικό τρόπο και σερβίρεται σε ψηλότερη θερμοκρασία από το συνηθισμένο, γι’ αυτό και λιώνει γρήγορα. Διαφέρει επίσης και η περιεκτικότητα του σε λιπαρά. Γεύσεις απίθανες, πολλές εμπνευσμένες από την τοπική ζαχαροπλαστική όπως πχ τιραμισού ή κέικ κασάτα ( αυτό το δεύτερο ήταν ένα ρίσκο που πήραμε μα δεν απέδωσε).

Η σκοτεινή πλευρά του νησιού

Ο ελέφαντας στο δωμάτιο και μία από τις λέξεις που έχει τη ρίζα της εδώ και δυστηχώς διεθνοποιήθηκε είναι η μαφία. Πρόκειται ουσιαστικά για βιομηχανία τρόμου που εμφανίστηκε στο νησί τον 19ο αιώνα και συνεχίζει την δράση της με διακυμάνσεις μέχρι σήμερα. Ο νότος της Ιταλίας ήταν ανέκαθεν φτωχότερος από τον πιο μοντέρνο και λειτουργικό βορρά.

Μία λεπτομέρεια που Ίσως κάποιοι να έχετε προσέξει σε πολλές από τις σημαντικές χολλυγουντιανές ταινίες για την οργάνωση όπως «Ο Νονός» είναι ότι όλα της τα μέλη επιβάλλεται να έιναι από την Σικελία. Αυτές είναι ερεθιστικές κινηματογραφικές πινελιές που μπορεί να εξάπτουν τη φαντασία του σινεφιλ κοινού, δεν ισχύει όμως και το ίδιο για τους κατοίκους του νησιού που βιώνουν διαχρονική ανασφάλεια και φόβο. Η δράση της οργάνωσης έχει βαρύτατο αντίκυπο στην πολιτική και κοινωνική ζωή όλης της χώρας μέχρι σήμερα και η δυσφήμηση που έχει προκληθεί μοιάζει μη διορθώσημη.

Ο μέσος τουρίστας βεβαίως πιθανότατα βρίσκεται εκεί για να χαλαρώσει, όχι για να προβληματιστεί μα το ταξίδι του θα είναι ποιο ουσιαστικό αν αντιληφθεί και πέντε πράγματα παραπάνω για τον τόπο που επέλεξε για τις διακοπές του. Tours που προσφέρουν στήριξη σε επιχειρήσεις που δεν πληρώνουν έδω και κάποια χρόνια τη ρήτρα των τοπικών μαφιόζικων οργανώσεων συνεχίζουν να υπάρχουν και εκ πρώτης όψεως κάποιος μπορεί να απορρίψει την ιδέα, ως κάτι το αχρείαστο στο πανέμορφο, απολύτως «κανονικό» αυτό νησί ( κάπως σαν τα tours για την ζωή του Πάμπλο Εσκομπάρ στην Κολομβία που πολλοί λένε ότι εστιάζουν μόνο στο οδυνηρό παρελθόν). Και όμως, η μαφία και η δράση της παραμένει κάτι το επίκαιρο που ταλανίζει ακόμα την σικελική κοινωνία παρά ένα θλιβερό σουβενίρ-απολίθωμα από τον προηγούμενο αιώνα.

Συμπέρασμα; Ένας αξέχαστος καλοκαιρινός προορισμός μα με αστερίσκους

Η Ιταλία είναι μία χώρα με εκτενή ακτογραμμή μα λίγες παραλίες, βραχώδεις οι περισσότερες με έντονη θαλάσσια χλωρίδα. Όπως και η ακτή Αμάλφι, έτσι και η Σικελία διαθέτει γραφικές ιστορικές κωμοπόλεις κουρνιασμένες σε επιβλητικά βράχια μα ελάχιστα ακρογιάλια όπως τις αντιλαμβανόμαστε εμείς οι Έλληνες. Το τουριστικό πακέτο που προσφέρεται είναι παρεμφερές με αυτό της Κροατία, έναν ανερχόμενο γίγαντα του ευρωπαϊκού τουρισμού. Αυτό συνεπάγεται πανέμορφες φώτο για το instagram μα ελάχιστος ως και ανύπαρκτος.προσωπικός χώρος για να χαλαρώσεις δίπλα στη θάλασσα. Αν κάποιος λοιπόν δεν γνωρίζει καλή κολύμπηση και η ιδανική του ημέρα στην παραλία συμπεριλαμβάνει κυρίως χαλάρωση στη ξαπλώστρα με λίγο κόσμο τριγύρω και λίγη επαφή με το νερό, η Σικελία δεν είναι ο κατάλληλος προορισμός για διακοπές. Επιπλέον η δημοφιλία του νησιου την καθιστά τόπο συχνά θορυβώδη και φορτικο.

Παρα ταύτα έχω να πω ότι από τα τόσα μέρη στο κόσμο που είχα την ευλογία να επισκεπώ μέχρι σήμερα, αυτό ίσως να είναι το ταξίδι όπου πήρα τις πιο εντυπωσιακές φωτογραφίες. Σε κάθε άλλο επίπεδο η Σικελία ανταμείβει πλουσιοπάροχα τον επισκέπτης της. Οι Έλληνες όταν σκεπτόμαστε την Ιταλία φανταζόμαστε ένα μίγμα από αριστοκρατικές εικόνες, καλοσιδερομένα πουκάμισα, αναγεννησιακούς πίνακες, μακαρονάδες al dente και ακριβό κρασί. Η πραγματικότητα του νησιού περιλάμβανε όλα αυτά και άλλα πολλά που ίσως μουτζουρώνουν λίγο το μύθο αλλά προσφέρουν στον επισκέπτη μία πιο ρεαλιστική εμπειρία μίας πραγματικής και όχι εξιδανικευμένης κοινωνίας. Επιπλέον ανθρωπολογικά δίνουν βάση και σε αυτό το περίφημο una faccia una razza που αρεσκόμαστε να επαναλαμβάνουμε εμείς οι Έλληνες σχετικα με τις ομοιότητες ημών με τους γείτονες ( για μάλλον ύποπτους λόγους πάντα προτιμάμε να ταυτιζόμαστε με τους Ιταλούς παρά με τους Βαλκάνιους ή τους Τούρκους με τους οποίους μοιραζόμαστε εξίσου πολλές συνήθειες, νοοτροπία και φυσιογνωμικές συγγένειες). Είναι ένα ρητό που ισχύει πολύ περισσότερο για εμάς και τους Σικελούς από ότι τους υπερραφιναρισμένους συμπατριώτες τους στα βόρεια.

Πριν ταξιδέψετε, δείτε:

L’Avventura του Μικελάνζτελο Αντονιόνι

Malena του Τζουζέπε Τορναντόρε

Δημοσιεύτηκε από τον yanissarto

Λιγα λόγια για μένα…  Ονομάζομαι Γιάννης, σχεδών 40 χρονών πλέον με καταγωγή απο την Δυτική Μακεδονία . Σπουδασα και δούλεψα για κάποια χρόνια στη Θεσσαλονικη και εδώ και πεντε πλέον έτη ζω και εργάζομαι στην Αγγλία. Είχα την περιέργια και την ευλογία να μπορέσω απο φοιτητής ήδη να ακολουθήσω το πάθος μου για το ταξίδι, να εξερευνήσω άλλες χώρες και να βιωσω εμπειρίες που αλλαξαν το πως βλέπω τον κόσμο και τα πράγματα. Κάποιες απο αυτές τις σκέψεις θέλω να μοιραστω μαζί με χρήστες του δυαδικτίο που ενδιαφέρονται για τα ταξίδια και για άλλες πραγματικότητες πέρα από τα σύνορα της Ελλάδας.

Σχολιάστε